μικροηλεκτρονική

μικροηλεκτρονική
Εξέλιξη της ηλεκτρονικής (βλ. λ.) η οποία κάνει χρήση των νέων τεχνολογιών που επιτρέπουν τη σμίκρυνση σε πολύ μεγάλο βαθμό των ενεργητικών (δηλαδή των ημιαγωγών) και των παθητικών (δηλαδή των πυκνωτών και των αντιστάσεων) στοιχείων κυκλωμάτων. Οι νέες αυτές τεχνολογίες οδήγησαν στη δημιουργία ολοκληρωμένων κυκλωμάτων τα οποία κατασκευάζονται πάνω σε ψηφίδες πυριτίου (chips) με οπτικές και χημικές μεθόδους. Τα κυκλώματα έχουν διαστάσεις της τάξεως του χιλιοστού του μέτρου ενώ περιλαμβάνουν έως και μερικές δεκάδες εκατομμύρια στοιχεία κυκλώματος. Η ανάπτυξη της μ. έφερε μεγάλη επανάσταση στον τομέα των ηλεκτρονικών συσκευών αφού οδήγησε στη σημαντική μείωση του κόστους, της μάζας, του όγκου και των απαιτήσεων ισχύος τους. Έγινε λοιπόν εφικτή η κατασκευή οικονομικών, εύχρηστων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, φορητών συσκευών όπως είναι για παράδειγμα οι υπολογιστές, οι συσκευές καταγραφής και αναπαραγωγής ήχου και εικόνας, τα κινητά τηλέφωνα και οι διατάξεις αυτοματισμού σε οικιακές και βιομηχανικές συσκευές. Επιπλέον, χάρη στη μ., δόθηκε μεγάλη ώθηση στην ηλεκτρονική βιομηχανία αφού η πρώτη της ύλη τώρα, η άμμος, βρίσκεται σε αφθονία παντού στον κόσμο. Αναπτύχθηκαν λοιπόν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες στα μέρη όπου υπάρχουν φτηνά εργατικά χέρια και η απαραίτητη τεχνολογική υποδομή.
* * *
η
(ηλεκτρον.) τεχνολογία παραγωγής στοιχείων πολύ μικρών διαστάσεων με τα οποία συναρμολογούνται ηλεκτρονικές συσκευές μικρού μεγέθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microelectronics (βλ. και μικρ[ο]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”